- κλωπώμαι
- κλωπῶμαι -άομαι (Α)(ποιητ. τ.) κλέβω.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για επαναληπτικό / επιτατικό τύπο τού κλέπτω που εμφανίζει την εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα -κλωπ- (πρβλ. κλώψ) τής ρίζας κλεπ-].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.